στενώσεως

στενώσεως
στενώσεω̆ς , στένωσις
a being straitened
fem gen sg (attic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κύλισμα — το (AM κύλισμα) [κυλίνδω] το να κυλιέται κάποιος σε μια επιφάνεια, κύλιση νεοελλ. φρ. ιατρ. «διαστολικό κύλισμα» φύσημα με ηχητικούς χαρακτήρες κυλιόμενου θαρέος αντικειμένου, το οποίο αποτελεί ακροαστικό εύρημα επί στενώσεως τής μιτροειδούς… …   Dictionary of Greek

  • ουρητηροκήλη — η ιατρ. ψευδοκυστική διάταση τού κάτω άκρου τού ουρητήρα, λόγω στενώσεως τού κυστικού στομίου του …   Dictionary of Greek

  • πυλωροπλαστική — και πυλωροπλαστία, η, Ν ιατρ. χειρουργική επέμβαση που αποσκοπεί στην αποκατάσταση τής βατότητας τού πυλωρικού στομίου τού στομάχου επί πυλωροσπάσμου, αυλώδους στενώσεως κ.λπ., καθώς και ως συμπλήρωμα τής βαγοτομής. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ.… …   Dictionary of Greek

  • στένωση — η / στένωσις, ώσεως, ΝΜΑ [στενώ] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού στενεύω, ελάττωση πλάτους νεοελλ. 1. ιατρ. η εξεργασία και το αποτέλεσμα τής ελάττωσης τού διαμετρήματος ενός πόρου ή ενός στομίου η οποία προκαλεί διαταραχές τής διόδου στον αυλό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”